- ελαιοπιεστήριο
- τοπιεστήριο όπου εκθλίβεται ο καρπός τής ελιάς για να δώσει το λάδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελαιοπιεστήριο — το 1. μηχάνημα, με το οποίο συμπιέζεται ο ελαιόκαρπος για να βγάλει λάδι. 2. το ελαιοτριβείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
θυεία — και ιων. τ. θυείη και μτγν τ. θυία και θυΐα και θυΐη, ἡ (Α) [θύος] 1. γουδί («θυία οστρακίνη» ιατρικό γουδί) 2. μετάλλινη λεκάνη με την οποία έπαιζαν το παιγνίδι κότταβος* 3. πάπ. ελαιοπιεστήριο οικιακής χρήσεως για σύνθλιψη ελαιωδών σπόρων ή… … Dictionary of Greek
λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… … Dictionary of Greek